- παράμυλο
- το(βιοχ.) υδατανθρακική ουσία που μοιάζει με το άμυλο και αποτελεί αποταμιευτική ουσία διαφόρων φυκών και πρωτοζώων, στα κύτταρα τών οποίων συσσωρεύεται υπό μορφή κόκκων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. paramylum (< παρ[α]-* + άμυλο)].
Dictionary of Greek. 2013.